- συνδειπνοῦντες
- συνδειπνέωdinepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)συνδειπνέωdinepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδειπνώ — συνδειπνῶ, έω, ΝΑ [σύνδειπνος] 1. δειπνώ μαζί με κάποιον 2. παίρνω μέρος σε συμπόσιο αρχ. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνδειπνοῡντες αυτοί που μετέχουν σε ερανικό δείπνο, σε δείπνο που ο καθένας έχει προσφέρει κάτι … Dictionary of Greek